δέχομαι: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δέχομαι:''' Ιων. και Αιολ. [[δέκομαι]], μέλ. [[δέξομαι]], Επικ. [[δεδέξομαι]], αόρ. αʹ <i>ἐδεξάμην</i> και <i>ἐδέχθην</i>, παρακ. [[δέδεγμαι]], Επικ. γʹ πληθ. [[δειδέχαται]], υπερσ. <i>-ατο</i>, υπερσ. <i>ἐδεδέγμην</i>· υπάρχουν επίσης αρκετοί τύποι ενός Επικ. αορ. βʹ [[ἐδέγμην]], βλ. γʹ ενικ. [[ἔδεκτο]] ή [[δέκτο]], γʹ πληθ. [[δέχαται]], προστ. [[δέξο]], απαρ. [[δέχθαι]], μτχ. [[δέγμενος]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πράγματα, ως αντικ., [[παίρνω]], [[αποδέχομαι]], [[παραλαμβάνω]] αυτό που προσφέρεται, Λατ. accipere, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>δ. τί τινι</i>, [[αποδέχομαι]], [[λαμβάνω]] [[κάτι]] από τα χέρια ενός άλλου, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης <i>τί τινος</i>, στο ίδ.· τι [[παρά]] τινός, σε Όμηρ.· <i>τι ἔκ τινος</i>, σε Σοφ.· [[αλλά]] επίσης, <i>δ. τί τινος</i>, [[παίρνω]] [[αντάλλαγμα]] για...· <i>χρυσὸν φίλου ἀνδρὸς ἐδέξατο</i>, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, [[μᾶλλον]] δ., με απαρ., [[προτιμώ]], [[επιλέγω]], να κάνω ή να είμαι, σε Ξεν.· και [[χωρίς]] το [[μᾶλλον]], <i>οὐδεὶς ἂν δέξαιτο φεύγειν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποδέχομαι]], [[εγκολπώνομαι]], [[συνομολογώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>δ. τὸν οἰωνόν</i>, [[αποδέχομαι]], [[χαιρετίζω]], [[καλωσορίζω]] τον οιωνό, σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[αποδέχομαι]] ή [[επιδοκιμάζω]], [[αποδεικνύω]], <i>τοὺς λόγους</i>, <i>τὴν ξυμμαχίην</i>, στον ίδ., σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[απλώς]], [[δίνω]] [[ακρόαση]], [[προσοχή]] σε, [[ακούω]], Λατ. accipere, σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> [[θεωρώ]] ως..., [[μηδέ]] συμφοράν δέχου τὸν ἄνδρα, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[δέχομαι]] φιλόξενα, [[περιποιούμαι]], [[υποδέχομαι]], σε Όμηρ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[χαιρετώ]], [[ασπάζομαι]], [[προσκυνώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>δ. τινα ξύμμαχον</i>, [[αποδέχομαι]], [[αναγνωρίζω]] ως σύμμαχο, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[υποδέχομαι]] ως εχθρό, [[δέχομαι]] την [[επίθεση]] κάποιου, Λατ. excipere, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για κυνηγό που παραμονεύει το [[θήραμα]] ή για άγριο κάπρο που περιμένει τους κυνηγούς, στο ίδ.· <i>τοὺς πολεμίους δ</i>., σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> [[περιμένω]], [[αναμένω]], [[προσδοκώ]], με αιτ. και απαρ., μέλ., σε Ομήρ. Οδ.· ή με αιτ., [[περιμένω]] για, στο ίδ.· [[μηδὲ]] συμφορὰν δέχου τὸν ἄνδρα, να μην περιμένεις αυτός να γίνει, σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> απόλ., [[ακολουθώ]], [[διαδέχομαι]], <i>δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ</i>, σε Ιλ.· [[ἄλλος]] δ' ἐξ [[ἄλλου]] δέχεται [[ἆθλος]], σε Ησίοδ.· λέγεται για τοποθεσίες, [[Ἀρτεμίσιον]] δέκεται, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''δέχομαι:''' Ιων. και Αιολ. [[δέκομαι]], μέλ. [[δέξομαι]], Επικ. [[δεδέξομαι]], αόρ. αʹ <i>ἐδεξάμην</i> και <i>ἐδέχθην</i>, παρακ. [[δέδεγμαι]], Επικ. γʹ πληθ. [[δειδέχαται]], υπερσ. <i>-ατο</i>, υπερσ. <i>ἐδεδέγμην</i>· υπάρχουν επίσης αρκετοί τύποι ενός Επικ. αορ. βʹ [[ἐδέγμην]], βλ. γʹ ενικ. [[ἔδεκτο]] ή [[δέκτο]], γʹ πληθ. [[δέχαται]], προστ. [[δέξο]], απαρ. [[δέχθαι]], μτχ. [[δέγμενος]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πράγματα, ως αντικ., [[παίρνω]], [[αποδέχομαι]], [[παραλαμβάνω]] αυτό που προσφέρεται, Λατ. accipere, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>δ. τί τινι</i>, [[αποδέχομαι]], [[λαμβάνω]] [[κάτι]] από τα χέρια ενός άλλου, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης <i>τί τινος</i>, στο ίδ.· τι [[παρά]] τινός, σε Όμηρ.· <i>τι ἔκ τινος</i>, σε Σοφ.· [[αλλά]] επίσης, <i>δ. τί τινος</i>, [[παίρνω]] [[αντάλλαγμα]] για...· <i>χρυσὸν φίλου ἀνδρὸς ἐδέξατο</i>, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, [[μᾶλλον]] δ., με απαρ., [[προτιμώ]], [[επιλέγω]], να κάνω ή να είμαι, σε Ξεν.· και [[χωρίς]] το [[μᾶλλον]], <i>οὐδεὶς ἂν δέξαιτο φεύγειν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποδέχομαι]], [[εγκολπώνομαι]], [[συνομολογώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>δ. τὸν οἰωνόν</i>, [[αποδέχομαι]], [[χαιρετίζω]], [[καλωσορίζω]] τον οιωνό, σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[αποδέχομαι]] ή [[επιδοκιμάζω]], [[αποδεικνύω]], <i>τοὺς λόγους</i>, <i>τὴν ξυμμαχίην</i>, στον ίδ., σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[απλώς]], [[δίνω]] [[ακρόαση]], [[προσοχή]] σε, [[ακούω]], Λατ. accipere, σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> [[θεωρώ]] ως..., [[μηδέ]] συμφοράν δέχου τὸν ἄνδρα, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[δέχομαι]] φιλόξενα, [[περιποιούμαι]], [[υποδέχομαι]], σε Όμηρ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[χαιρετώ]], [[ασπάζομαι]], [[προσκυνώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>δ. τινα ξύμμαχον</i>, [[αποδέχομαι]], [[αναγνωρίζω]] ως σύμμαχο, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[υποδέχομαι]] ως εχθρό, [[δέχομαι]] την [[επίθεση]] κάποιου, Λατ. excipere, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για κυνηγό που παραμονεύει το [[θήραμα]] ή για άγριο κάπρο που περιμένει τους κυνηγούς, στο ίδ.· <i>τοὺς πολεμίους δ</i>., σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> [[περιμένω]], [[αναμένω]], [[προσδοκώ]], με αιτ. και απαρ., μέλ., σε Ομήρ. Οδ.· ή με αιτ., [[περιμένω]] για, στο ίδ.· [[μηδὲ]] συμφορὰν δέχου τὸν ἄνδρα, να μην περιμένεις αυτός να γίνει, σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> απόλ., [[ακολουθώ]], [[διαδέχομαι]], <i>δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ</i>, σε Ιλ.· [[ἄλλος]] δ' ἐξ [[ἄλλου]] δέχεται [[ἆθλος]], σε Ησίοδ.· λέγεται για τοποθεσίες, [[Ἀρτεμίσιον]] δέκεται, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δέχομαι:''' ион. [[δέκομαι]] (fut. [[δέξομαι]], pf. [[δέδεγμαι]])<br /><b class="num">1)</b> принимать, получать (τί τινος Hom., τι ἔκ τινος Soph. и τι [[παρά]] τινος Hom., Her., редко τί τινι Hom.): δέξασθαι χρυσόν τινος Hom. получить золото от кого-л., тж. предать кого-л. за золото; δ. παρακαταθήκην τινός Plat. и ἐν παρακαταθήκῃ τι Polyb. принимать что-л. в заклад;<br /><b class="num">2)</b> принимать внутрь, поглощать (τροφήν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> впитывать (ἡ γῆ δέχεται [[ὕδωρ]] Arst.);<br /><b class="num">4)</b> (вос)принимать, усваивать (γλυκύτητα Arst.): μὴ δ. τὴν πρὸς τὸ εἰκὸς μίξιν Plut. быть совершенно неправдоподобным;<br /><b class="num">5)</b> оказывать (радушный) прием, давать приют, принимать как гостя (τινα ἐν δόμοισιν Hom. и δόμοις Soph., εἰς [[στέγος]] Soph. и στέγαις Eur., εἰς τὴν πόλιν и τῇ πόλει Thuc.): παῖδ᾽ ἑὸν δέξατο κόλπῳ Hom. (Андромаха) прижала своего ребенка к груди; ξυμμάχους τινὰς δ. Thuc. принимать кого-л. в число союзников;<br /><b class="num">6)</b> (о богах) благосклонно принимать ([[ἱερά]] Hom.; σφάγια Arph.) или выслушивать (λιτάς Soph.);<br /><b class="num">7)</b> воспринимать, слышать: ὠσὶν ἠχὴν οὐ [[σαφῶς]] [[δεδεγμένος]] Eur. неясно расслышав голос;<br /><b class="num">8)</b> воспринимать, (сочувственно или покорно) выслушивать (μύθων ὀμφάν Eur.; τὰς ἀκοὰς παρ᾽ [[ἀλλήλων]] Thuc.): δέξασθαι τοὺς λόγους Her., Thuc. принять предложения; δέχει δὴ τοῦτον τὸν λόγον; Plat. а ты-то согласен с этим учением?; μνήμῃ παρὰ τῶν [[πρότερον]] δεδέχθαι Thuc. знать по устному преданию от предков; κῆρα [[δέξομαι]] Hom. я готов принять смерть;<br /><b class="num">9)</b> принимать к руководству (τὸ χρησθέν Her.; τὸ ῥηθέν Soph.): τὰ παραγγελλόμενα [[ὀξέως]] δ. Thuc. быстро выполнять приказания;<br /><b class="num">10)</b> принимать, понимать (ἀναγνοὺς αὐτὰ ὅπῃ [[βούλει]] δέξασθαι, [[ταύτῃ]] δέχου Plat.): μὴ ξυμφορὰν δέχου τὸν ἄνδρα Soph. не думай, что этот человек принесет тебе несчастье;<br /><b class="num">11)</b> предпочитать (τι [[πρό]] τινος и [[μᾶλλον]] τι [[ἀντί]] τινος Plat.): [[μᾶλλον]] δεξαίμην Plat. я предпочел бы; ἐπὶ πόσῳ ἄν τις δέξαιτ᾽ ἂν [[ὑμῶν]]; Plat. чего только не отдал бы любой из вас (за это)?;<br /><b class="num">12)</b> поджидать, выжидать: ἐλεύσασθαί τινα δ. Hom. ожидать чьего-л. прихода; [[δεδεγμένος]] ὁππόθ᾽ ἵκοιτο Theocr. ожидая его прихода; δ. [[πόδα]] τινός Eur. ожидать кого-л.;<br /><b class="num">13)</b> встречать в боевой готовности, давать отпор, отражать (τινα ἐπιόντα [[δουρί]] Hom.; τοὺς πολεμίους Her., Thuc.): οἱ, sc. πολέμιοι, οὐκ ἐδέξαντο Xen. неприятель не выдержал натиска; εἰς χεῖρας δ. Xen. принять рукопашный бой;<br /><b class="num">14)</b> непосредственно следовать, примыкать ([[ἄλλος]] δ᾽ ἐξ [[ἄλλου]] δέχεται χαλεπώτερος [[ἆθλος]] Hes.): δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ Hom. беда следует за бедой (ср. «пришла беда - отворяй ворота»); ἐκ τοῦ στεινοῦ τὸ [[Ἀρτεμίσιον]] δέκεται Her. тут же за проливом находится Артемисий.
}}
}}