γεύω: Difference between revisions

1,204 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γεύω:''' μέλ. <i>γεύσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔγευσα</i>· Μέσ. μέλ. <i>γεύσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐγευσάμην</i>, υποτ. [[γεύσεται]], <i>-σόμεθα</i>, Επικ. αντί <i>-ηται</i>, <i>-ώμεθα</i>, παρακ. <i>γέγευμαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[δίνω]] μια [[γεύση]] από [[κάτι]]· <i>τι</i>, σε Ηρόδ.· σπάνια, <i>τινά τι</i>, σε Ευρ.· ή <i>τινά τινος</i>, σε Πλάτ.· πρβλ. [[γευστέον]].<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., <i>[[γεύομαι]]</i>, με Παθ. παρακ., [[γεύομαι]] ένα [[πράγμα]], με γεν. σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[απολαμβάνω]], [[χαίρομαι]], [[αισθάνομαι]]· <i>δουρὸς ἀκωκῆς</i>, <i>ὀϊστοῦ γεύσασθαι</i>, σε Όμηρ.· γευσόμεθ' [[ἀλλήλων]] ἐγχείαις, ας δοκιμάσουμε ο [[ένας]] τον [[άλλο]] με το [[δόρυ]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[γεύομαι]] τα οφέλη, τις ηδονές κάποιου πράγματος, <i>ἀρχῆς</i>, <i>ἐλευθερίης</i>, σε Ηρόδ.· είμαι [[έμπειρος]], έχω [[πείρα]] κάποιου πράγματος, <i>μόχθων</i>, <i>πένθους</i>, σε Σοφ., Ευρ. (πιθ. √<i>ΓΕΥΣ</i>, πρβλ. το Λατ. gus-tare).
|lsmtext='''γεύω:''' μέλ. <i>γεύσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔγευσα</i>· Μέσ. μέλ. <i>γεύσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐγευσάμην</i>, υποτ. [[γεύσεται]], <i>-σόμεθα</i>, Επικ. αντί <i>-ηται</i>, <i>-ώμεθα</i>, παρακ. <i>γέγευμαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[δίνω]] μια [[γεύση]] από [[κάτι]]· <i>τι</i>, σε Ηρόδ.· σπάνια, <i>τινά τι</i>, σε Ευρ.· ή <i>τινά τινος</i>, σε Πλάτ.· πρβλ. [[γευστέον]].<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., <i>[[γεύομαι]]</i>, με Παθ. παρακ., [[γεύομαι]] ένα [[πράγμα]], με γεν. σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[απολαμβάνω]], [[χαίρομαι]], [[αισθάνομαι]]· <i>δουρὸς ἀκωκῆς</i>, <i>ὀϊστοῦ γεύσασθαι</i>, σε Όμηρ.· γευσόμεθ' [[ἀλλήλων]] ἐγχείαις, ας δοκιμάσουμε ο [[ένας]] τον [[άλλο]] με το [[δόρυ]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[γεύομαι]] τα οφέλη, τις ηδονές κάποιου πράγματος, <i>ἀρχῆς</i>, <i>ἐλευθερίης</i>, σε Ηρόδ.· είμαι [[έμπειρος]], έχω [[πείρα]] κάποιου πράγματος, <i>μόχθων</i>, <i>πένθους</i>, σε Σοφ., Ευρ. (πιθ. √<i>ΓΕΥΣ</i>, πρβλ. το Λατ. gus-tare).
}}
{{elru
|elrutext='''γεύω:''' <b class="num">1)</b> давать (по)пробовать (τινὰ [[μέθυ]] Eur.; τοὺς σκύλακας αἵματος Plat.; τινὰ λόγων καὶ μαθημάτων Plut.);<br /><b class="num">2)</b> преимущ. med. отведывать, пробовать (μέλιτος Plat.; τοῦ νέκταρος καὶ τῆς ἀμβροσίας Arst.): γεῦσαι [[λαβών]] Arph. возьми и попробуй; δουρὸς ἀκωκῆς γεύσασθαι Hom. отведать острия копья, т. е. получить рану копьем; γεύσασθαι [[ἀλλήλων]] ἐγχείαις Hom. померяться друг с другом копьями;<br /><b class="num">3)</b> med. изведывать, вкушать, узнавать, познавать (πόνων Pind.; μόχθων Soph.; πένθους Eur.; ἐλευθερίης Her.; κακῶν Luc.; [[ἄρτι]] γεγευμένος φιλοσοφίας Plut.): οἱ γευσάμενοι τῶν νόμων Plat. приучившиеся к законности;<br /><b class="num">4)</b> med. поедать ([[ἀλλήλων]] Thuc.).
}}
}}