διαβαδίζω: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαβᾰδίζω:''' μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[περνάω]] δια μέσου, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[βαδίζω]] εδώ και [[εκεί]], [[περνοδιαβαίνω]], σε Λουκ.
|lsmtext='''διαβᾰδίζω:''' μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[περνάω]] δια μέσου, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[βαδίζω]] εδώ και [[εκεί]], [[περνοδιαβαίνω]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαβᾰδίζω:''' <b class="num">1)</b> переходить (ἐπὶ ξύλων διαβαδίσαντες Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> выходить на прогулку ([[οἴκοθεν]] διαβαδιῶν - v. l. διαβαδίσων Luc.).
}}
}}