διασκοπιάομαι: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διασκοπιάομαι:''' αποθ., [[παρατηρώ]] [[ολόγυρα]] όπως σε [[σκοπιά]], [[κατασκοπεύω]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[παρατηρώ]], [[διακρίνω]], σε ίδ.
|lsmtext='''διασκοπιάομαι:''' αποθ., [[παρατηρώ]] [[ολόγυρα]] όπως σε [[σκοπιά]], [[κατασκοπεύω]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[παρατηρώ]], [[διακρίνω]], σε ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''διασκοπιάομαι:''' <b class="num">1)</b> высматривать, обозревать, разведывать (ἕκαστα Hom.);<br /><b class="num">2)</b> распознавать, различать (ἕκαστον ἡγεμόνων Hom.).
}}
}}