διαπωλέω: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαπωλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πουλώ]] δημοσίως, σε Ξεν.
|lsmtext='''διαπωλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πουλώ]] δημοσίως, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''διαπωλέω:''' продавать в розницу, распродавать (τὰ [[αἰχμάλωτα]] Xen.; τὸν [[σῖτον]] Plut.).
}}
}}