διατάσσω: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διατάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i> — Παθ. αόρ. αʹ <i>-ετάχθην</i>, παρακ. -[[τέταγμαι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διορίζω]] ή [[κατατάσσω]], [[ταξινομώ]], [[προστάζω]], σε Ησίοδ., Ηρόδ.· απόλ., [[τακτοποιώ]], σε Ξεν. — Μέσ., [[κανονίζω]] για τον εαυτό μου, [[τακτοποιώ]], [[ταξινομώ]] τα δικά μου πράγματα, σε Πλάτ. — Παθ., ορίζομαι, διορίζομαι, παρατάσσομαι, με απαρ., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[τακτοποιώ]] τη [[στρατιά]], [[παρατάσσω]] [[στράτευμα]], στον ίδ.· επίσης, [[τάσσω]] τον καθένα ξεχωριστά, στον ίδ. — Μέσ., <i>διαταξάμενοι</i>, παρατεταγμένοι σε [[παράταξη]] μάχης, σε Αριστοφ., Ξεν.· ομοίως στον Παθ. παρακ. <i>διατετάχθαι</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[επιτάσσω]], [[ορίζω]] με [[διαθήκη]], σε Ανθ.
|lsmtext='''διατάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i> — Παθ. αόρ. αʹ <i>-ετάχθην</i>, παρακ. -[[τέταγμαι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διορίζω]] ή [[κατατάσσω]], [[ταξινομώ]], [[προστάζω]], σε Ησίοδ., Ηρόδ.· απόλ., [[τακτοποιώ]], σε Ξεν. — Μέσ., [[κανονίζω]] για τον εαυτό μου, [[τακτοποιώ]], [[ταξινομώ]] τα δικά μου πράγματα, σε Πλάτ. — Παθ., ορίζομαι, διορίζομαι, παρατάσσομαι, με απαρ., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[τακτοποιώ]] τη [[στρατιά]], [[παρατάσσω]] [[στράτευμα]], στον ίδ.· επίσης, [[τάσσω]] τον καθένα ξεχωριστά, στον ίδ. — Μέσ., <i>διαταξάμενοι</i>, παρατεταγμένοι σε [[παράταξη]] μάχης, σε Αριστοφ., Ξεν.· ομοίως στον Παθ. παρακ. <i>διατετάχθαι</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[επιτάσσω]], [[ορίζω]] με [[διαθήκη]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''διατάσσω:''' атт. [[διατάττω]]<br /><b class="num">1)</b> устанавливать, вводить (τόνδε ἀνθρώποισι νόμον Her.; φόροι διαταχθέντες Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> располагать, распределять (τοὺς μὲν οἰκίας οἰκοδομέειν, τοὺς δὲ δορυφόρους εἶναι Her.; med. τὰ γένη τινός Plat.);<br /><b class="num">3)</b> устраивать, приводить в порядок (πάντα τὰ κατὰ τὴν Ἰβηρίαν Polyb.; τὸν χορόν Plut.): δ. τὴν τάξιν Arst. устанавливать порядок;<br /><b class="num">4)</b> расставлять в боевом порядке, выстраивать (στρατόν Her.; δύναμιν Diod.): πρὸς τὸ συμπῖπτον δ. Xen. строить войска в зависимости от внешних условий; διατετάχθαι Her. расположиться в боевом порядке, раскинуть свой стан; διατεταγμένοι Her. и διαταξάμενοι Arph., Xen. занявшие свои боевые позиции;<br /><b class="num">5)</b> преимущ. med. распоряжаться, давать указания, приказывать (περί τινος Plut. и τινι περί τινος Polyb.; ποιεῖν τι Anth.).
}}
}}