διαχλευάζω: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαχλευάζω:''' επιτετ. [[τύπος]] του [[χλευάζω]], σε Δημ.
|lsmtext='''διαχλευάζω:''' επιτετ. [[τύπος]] του [[χλευάζω]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαχλευάζω:''' высмеивать, осмеивать (τινά Plat., Dem., Polyb.).
}}
}}