διαπτύσσω: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαπτύσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[ανοίγω]] και [[ξεδιπλώνω]], [[αναπτύσσω]], [[αποκαλύπτω]], [[γνωστοποιώ]], σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''διαπτύσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[ανοίγω]] και [[ξεδιπλώνω]], [[αναπτύσσω]], [[αποκαλύπτω]], [[γνωστοποιώ]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαπτύσσω:''' атт. [[διαπτύττω]]<br /><b class="num">1)</b> рассекать, разрубать (τὸ [[κράνος]] Diod.);<br /><b class="num">2)</b> разворачивать, развертывать (τὰ περὶ τοὺς νόμους γεγραμμένα διαπτυττόμενα Plat.);<br /><b class="num">3)</b> раскрывать, обнаруживать (τὸ [[πρᾶγμα]] Eur.; τὸν ἔρωτα Plut.): διαπτυχθέντες ὤφθησαν κενοί Soph. будучи разоблачены, (лжемудрецы) оказались бессодержательными;<br /><b class="num">4)</b> складывать, сворачивать (τὰ [[μαλάκια]] διαπτύττοντα τὰς πλεκτάνας Arst.).
}}
}}