διεῖδον: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διεῖδον:''' απαρ. <i>-ιδεῖν</i>, αόρ. βʹ με ενεστ. σε [[αχρηστία]], το [[διοράω]] αντί [[αυτού]] χρησιμοποιείται (πρβλ. [[διαείδω]]),· [[διακρίνω]], [[εξετάζω]] προσεκτικά, σε Αριστοφ., Πλάτ.· [[διιδεῖν]] [[περί]] τινος, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> παρακ. [[δίοιδα]], απαρ. <i>διειδέναι</i>· [[γνωρίζω]] τη [[διαφορά]] [[μεταξύ]], [[διαφοροποιώ]], [[διακρίνω]], [[ξεχωρίζω]], σε Ευρ. κ.λπ.· [[αποφασίζω]], σε Σοφ.
|lsmtext='''διεῖδον:''' απαρ. <i>-ιδεῖν</i>, αόρ. βʹ με ενεστ. σε [[αχρηστία]], το [[διοράω]] αντί [[αυτού]] χρησιμοποιείται (πρβλ. [[διαείδω]]),· [[διακρίνω]], [[εξετάζω]] προσεκτικά, σε Αριστοφ., Πλάτ.· [[διιδεῖν]] [[περί]] τινος, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> παρακ. [[δίοιδα]], απαρ. <i>διειδέναι</i>· [[γνωρίζω]] τη [[διαφορά]] [[μεταξύ]], [[διαφοροποιώ]], [[διακρίνω]], [[ξεχωρίζω]], σε Ευρ. κ.λπ.· [[αποφασίζω]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''διεῖδον:''' aor. 2 к [[διοράω]].
}}
}}