διαφυσάω: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαφῡσάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[φυσώ]] προς διαφορετικές κατευθύνσεις, [[διασκορπίζω]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[φυσώ]], [[πνέω]] [[ανάμεσα]] σε, σε Λουκ.
|lsmtext='''διαφῡσάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[φυσώ]] προς διαφορετικές κατευθύνσεις, [[διασκορπίζω]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[φυσώ]], [[πνέω]] [[ανάμεσα]] σε, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαφῡσάω:''' <b class="num">1)</b> развеивать, разносить (ὑπὸ ἀνέμων διαφυσηθείς Plat.);<br /><b class="num">2)</b> выдувать (ἐκ τοῦ στόματός τι Plut.);<br /><b class="num">3)</b> обвевать, продувать (μικρά τις [[αὔρα]] διαφυσήσασα Luc.).
}}
}}