διασφάλλω: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διασφάλλω:''' μέλ. <i>-σφᾰλῶ</i>, [[ανατρέπω]] εντελώς, σε Λουκ. — Παθ., απογοητεύομαι από, <i>τινός</i>, σε Αισχίν.
|lsmtext='''διασφάλλω:''' μέλ. <i>-σφᾰλῶ</i>, [[ανατρέπω]] εντελώς, σε Λουκ. — Παθ., απογοητεύομαι από, <i>τινός</i>, σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''διασφάλλω:''' <b class="num">1)</b> опрокидывать, разрушать (τὴν τέχνην Luc.);<br /><b class="num">2)</b> сбивать с пути: διασφαλῆναι τῆς πρός τινα συμμαχίας Aeschin. лишиться союза с кем-л.: διασφαλῆναι τῆς ἀληθείας Diod. уклониться от истины, ошибиться.
}}
}}