δικέφαλος: Difference between revisions

1b
(9)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δικέφαλος]], -ον)<br />αυτός που έχει δύο κεφάλια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[δικέφαλος]] μυς» — [[ονομασία]] δύο [[μυών]] που εκφύονται με δύο τένοντες ή δύο κεφαλές<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[δικέφαλος]]<br />ο [[δικέφαλος]] [[αετός]], το κατ' εξοχήν βυζαντινό [[σύμβολο]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[δικέφαλος]], -ον)<br />αυτός που έχει δύο κεφάλια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[δικέφαλος]] μυς» — [[ονομασία]] δύο [[μυών]] που εκφύονται με δύο τένοντες ή δύο κεφαλές<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[δικέφαλος]]<br />ο [[δικέφαλος]] [[αετός]], το κατ' εξοχήν βυζαντινό [[σύμβολο]].
}}
{{elru
|elrutext='''δικέφᾰλος:''' двухголовый ([[ὄφις]] Arst.).
}}
}}