δικηφόρος: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δῐκηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που αποδίδει [[δικαιοσύνη]], [[εκδικητής]], [[τιμωρός]], [[Ζεύς]], σε Αισχύλ.· [[ἡμέρα]] δ., η [[ημέρα]] της εκδίκησης, στον ίδ.· ως ουσ., [[εκδικητής]], [[τιμωρός]], στον ίδ.
|lsmtext='''δῐκηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που αποδίδει [[δικαιοσύνη]], [[εκδικητής]], [[τιμωρός]], [[Ζεύς]], σε Αισχύλ.· [[ἡμέρα]] δ., η [[ημέρα]] της εκδίκησης, στον ίδ.· ως ουσ., [[εκδικητής]], [[τιμωρός]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δῐκηφόρος:''' несущий возмездие, карающий ([[Ζεύς]], [[ἡμέρα]] Aesch.).
}}
}}