διαλωβάομαι: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαλωβάομαι:''' αποθ., επιτετ. [[τύπος]] αντί [[λωβάομαι]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''διαλωβάομαι:''' αποθ., επιτετ. [[τύπος]] αντί [[λωβάομαι]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαλωβάομαι:''' <b class="num">1)</b> быть обезображиваемым или быть развращаемым (διαλελωβημέναι [[δόξαι]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> обезображивать, увечить (ἀναθήματα Polyb.; [[σῶμα]] πληγαῖς Plut.).
}}
}}