δισχιδής: Difference between revisions

1b
(9)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[δισχιδής]], -ές)<br />ο σχισμένος στα δύο, [[διχαλωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. ο χωρισμένος στα δύο<br />II. <b>επίρρ.</b> [[δισχιδόν]]<br />με διχασμό, με διχαλωτή [[μορφή]].
|mltxt=-ές (AM [[δισχιδής]], -ές)<br />ο σχισμένος στα δύο, [[διχαλωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. ο χωρισμένος στα δύο<br />II. <b>επίρρ.</b> [[δισχιδόν]]<br />με διχασμό, με διχαλωτή [[μορφή]].
}}
{{elru
|elrutext='''δισχῐδής:''' с раздвоенным (расщепленным) копытом (sc. [[ζῷον]] Arst.): ἡ [[ποδότης]] δ. Arst. парнокопытность.
}}
}}