δίωτος: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δίωτος:''' -ον ([[δίς]], [[οὖς]]), αυτός που έχει [[δύο]] αυτιά, [[δύο]] χερούλια, σε Πλάτ.
|lsmtext='''δίωτος:''' -ον ([[δίς]], [[οὖς]]), αυτός που έχει [[δύο]] αυτιά, [[δύο]] χερούλια, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δίωτος:''' с двумя ушками или ручками (χύτραι Plat.).
}}
}}