δυσάντητος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσάντητος:''' -ον ([[ἀντάω]]), [[δυσάρεστος]] στο να συναντηθεί από κάποιον, [[απεχθής]], [[ενοχλητικός]], σε Λουκ.
|lsmtext='''δυσάντητος:''' -ον ([[ἀντάω]]), [[δυσάρεστος]] στο να συναντηθεί από κάποιον, [[απεχθής]], [[ενοχλητικός]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσάντητος:''' <b class="num">1)</b> неприятный на вид, отталкивающий ([[θέαμα]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> невыносимый, нестерпимый (τῆς ψυχῆς [[πάθη]] Plut.).
}}
}}