δύσγαμος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δύσγᾰμος:''' -ον, αυτός που έχει ατυχή, [[κακό]] γάμο, σε Ευρ.
|lsmtext='''δύσγᾰμος:''' -ον, αυτός που έχει ατυχή, [[κακό]] γάμο, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δύσγᾰμος:''' (о браке) несчастный (γάμοι Eur.): δύσγαμον [[αἶσχος]] Eur. позорный брак.
}}
}}