δυσθρήνητος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσθρήνητος:''' -ον ([[θρηνέω]]), αυτός που θρηνεί [[γοερά]], [[θρηνητικός]], σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''δυσθρήνητος:''' -ον ([[θρηνέω]]), αυτός που θρηνεί [[γοερά]], [[θρηνητικός]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσθρήνητος:''' жалобно рыдающий, горестный ([[ἔπος]] Soph.; [[θρῆνος]] Eur.).
}}
}}