δυσκατάπαυστος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσκατάπαυστος:''' -ον ([[καταπαύω]]), [[δύσκολος]] στο να καμφθεί, να αναχαιτισθεί, [[απτόητος]], [[ακούραστος]], [[αέναος]], [[συνεχής]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''δυσκατάπαυστος:''' -ον ([[καταπαύω]]), [[δύσκολος]] στο να καμφθεί, να αναχαιτισθεί, [[απτόητος]], [[ακούραστος]], [[αέναος]], [[συνεχής]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσκατάπαυστος:''' который трудно унять или успокоить ([[ἄλγος]] Aesch.; [[ψυχή]] Eur.; [[στάσις]] Plut.): δ. γεγονώς Plut. сильно возбужденный.
}}
}}