δύσπνοια: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δύσπνοια:''' ἡ, [[δυσκολία]] στην [[αναπνοή]], σε Ξεν.
|lsmtext='''δύσπνοια:''' ἡ, [[δυσκολία]] στην [[αναπνοή]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''δύσπνοια:''' ἡ затрудненное дыхание, одышка Xen.: πονεῖν ἐν τῇ δυσπνοίᾳ Arst. задыхаться.
}}
}}