δυσεξέλικτος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσεξέλικτος:''' -ον ([[ἐξελίσσω]]), αυτός που δύσκολα ξετυλίγεται, εκτυλίσσεται, σε Πλούτ.
|lsmtext='''δυσεξέλικτος:''' -ον ([[ἐξελίσσω]]), αυτός που δύσκολα ξετυλίγεται, εκτυλίσσεται, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσεξέλικτος:''' который трудно развить, т. е. крайне сложный, запутанный (κινήσεις, [[βούλευμα]] Plut.).
}}
}}