3,273,773
edits
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσάρεστος:''' -ον, <b class="num">1.</b> [[δύσκολος]] στο να κατευναστεί, [[αδιάλλακτος]], σε Αισχύλ.· δυσαρεστημένος, [[ανικανοποίητος]], [[οξύθυμος]], [[δύστροπος]], [[ιδιότροπος]], σε Ευρ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που ικανοποιείται δύσκολα, <i>τινι</i> με κάποιον, σε Ευρ.· <i>τὸ δυσάρεστον</i>, [[δυσαρέσκεια]], [[απαρέσκεια]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''δυσάρεστος:''' -ον, <b class="num">1.</b> [[δύσκολος]] στο να κατευναστεί, [[αδιάλλακτος]], σε Αισχύλ.· δυσαρεστημένος, [[ανικανοποίητος]], [[οξύθυμος]], [[δύστροπος]], [[ιδιότροπος]], σε Ευρ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που ικανοποιείται δύσκολα, <i>τινι</i> με κάποιον, σε Ευρ.· <i>τὸ δυσάρεστον</i>, [[δυσαρέσκεια]], [[απαρέσκεια]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσάρεστος:''' <b class="num">1)</b> недовольный, неудовлетворенный, постоянно ропщущий, ворчливый ([[πόλις]] Eur.; [[γῆρας]] Isocr.; πλήθη Plut.): δυσαρεστότερος τῶν ἀρρωστούντων Xen. капризнее (даже) больных; δ. τι Luc. недовольный чем-л.;<br /><b class="num">2)</b> неумолимый (δαίμονες Aesch.). | |||
}} | }} |