διεξεργάζομαι: Difference between revisions

1b
(9)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διεξεργάζομαι]] (Α) [[εξεργάζομαι]]<br /><b>1.</b> [[αποτελειώνω]], [[εκτελώ]]<br /><b>2.</b> [[διαφθείρω]], [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]].
|mltxt=[[διεξεργάζομαι]] (Α) [[εξεργάζομαι]]<br /><b>1.</b> [[αποτελειώνω]], [[εκτελώ]]<br /><b>2.</b> [[διαφθείρω]], [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''διεξεργάζομαι:''' совершать: ἐλάττω κακὰ διεξεργάζοιτ᾽ ἄν Plat. (это) причинило бы меньше бед.
}}
}}