δυσκέλαδος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσκέλᾰδος:''' -ον, [[κακόηχος]], [[δυσαρμονικός]], στριγγλιστός, [[τσιριχτός]], [[φάλτσος]], [[παράφωνος]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''δυσκέλᾰδος:''' -ον, [[κακόηχος]], [[δυσαρμονικός]], στριγγλιστός, [[τσιριχτός]], [[φάλτσος]], [[παράφωνος]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσκέλᾰδος:''' <b class="num">1)</b> крикливый, шумливый ([[φόβος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> злоречивый ([[ζῆλος]] Hes.; [[φάμα]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> зловещий ([[ὕμνος]] Ἐρινύος Aesch.; [[μοῦσα]] Eur.);<br /><b class="num">4)</b> хриплый (ἄσθματα Anth.).
}}
}}