3,271,435
edits
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσπόριστος:''' -ον ([[πορίζω]]), αυτός που αποκτιέται με [[πολύ]] κόπο· <i>τὸ δ</i>., [[δυσκολία]] απόκτησης, σε Πλούτ. | |lsmtext='''δυσπόριστος:''' -ον ([[πορίζω]]), αυτός που αποκτιέται με [[πολύ]] κόπο· <i>τὸ δ</i>., [[δυσκολία]] απόκτησης, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσπόριστος:''' <b class="num">1)</b> с трудом добываемый (δ. καὶ [[σπάνιος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> натянутый, вымученный (λήμματα Plut.). | |||
}} | }} |