δυσθεράπευτος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσθεράπευτος:''' -ον ([[θεραπεύω]]), αυτός που δύσκολα γιατρεύεται, σε Σοφ.
|lsmtext='''δυσθεράπευτος:''' -ον ([[θεραπεύω]]), αυτός που δύσκολα γιατρεύεται, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσθεράπευτος:''' трудноисцелимый Soph.
}}
}}