δυσεξήγητος: Difference between revisions

2
(10)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσεξήγητος]], -ον)<br />αυτός που εξηγείται δύσκολα, ο [[δυσερμήνευτος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσεξήγητος]], -ον)<br />αυτός που εξηγείται δύσκολα, ο [[δυσερμήνευτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσεξήγητος:''' с трудом поддающийся изложению ([[λόγος]] περὶ φύσεως Diog. L.).
}}
}}