δορίπαλτος: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δορίπαλτος:''' -ον ([[πάλλω]]), αυτός που πάλλει, σείει, κουνά το [[δόρυ]], <i>ἐκ χερὸς δοριπάλτου</i>, δηλ. στο δεξί [[χέρι]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''δορίπαλτος:''' -ον ([[πάλλω]]), αυτός που πάλλει, σείει, κουνά το [[δόρυ]], <i>ἐκ χερὸς δοριπάλτου</i>, δηλ. στο δεξί [[χέρι]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δορίπαλτος:''' потрясающий копьем ([[χείρ]] Aesch.).
}}
}}