ἔγχρυσος: Difference between revisions

2
(10)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔγχρυσος]], -ον (Α)<br />επιχρυσωμένος, χρυσωμένος<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μοιάζει με χρυσό, που χρυσίζει.
|mltxt=[[ἔγχρυσος]], -ον (Α)<br />επιχρυσωμένος, χρυσωμένος<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μοιάζει με χρυσό, που χρυσίζει.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔγχρῡσος:''' золотистый ([[λίθος]] ἔγχρυσον πρόσοψιν παρεχόμενος Diod.).
}}
}}