δύσποτος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δύσποτος:''' -ον, αυτός που δύσκολα πίνεται, [[αηδιαστικός]] στην [[πόση]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''δύσποτος:''' -ον, αυτός που δύσκολα πίνεται, [[αηδιαστικός]] στην [[πόση]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δύσποτος:''' (о питье) ужасный, страшный ([[πῶμα]] Aesch.).
}}
}}