ἐγχώριος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγχώριος:''' -ον και -α, -ον ([[χώρα]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που είναι ή προέρχεται από τη [[χώρα]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., ο [[κάτοικος]] μιας χώρας, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> <i>τὸ ἐγχώριον</i> ως επίρρ., σύμφωνα με τη [[συνήθεια]] του τόπου, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐγχώριος:''' -ον και -α, -ον ([[χώρα]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που είναι ή προέρχεται από τη [[χώρα]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., ο [[κάτοικος]] μιας χώρας, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> <i>τὸ ἐγχώριον</i> ως επίρρ., σύμφωνα με τη [[συνήθεια]] του τόπου, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγχώριος:''' <b class="num">II</b> ὁ местный житель, туземец Soph., Eur., Arst.<br />2, Pind., Her. 3 местный, туземный ([[λίμνη]] Pind.; θεοί Soph.; [[ἐσθής]] Her.; ἥρωες Thuc.; πυροί Arst.); ἐ. [[πόλεμος]] Plut. война на собственной территории.
}}
}}