ἐγχέζω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγχέζω:''' μέλ. <i>-χέσω</i> ή <i>χεσοῦμαι</i>, παρακ. [[ἐγκέχοδα]]· Λατ. incacare, σε Αριστοφ.· με αιτ., βρίσκομαι σε φρικώδη τρόμο, στον ίδ.
|lsmtext='''ἐγχέζω:''' μέλ. <i>-χέσω</i> ή <i>χεσοῦμαι</i>, παρακ. [[ἐγκέχοδα]]· Λατ. incacare, σε Αριστοφ.· με αιτ., βρίσκομαι σε φρικώδη τρόμο, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγχέζω:''' (pf. [[ἐγκέχοδα]]) (на или во что-л.) испражняться Arph.: ἐ. τινά ирон. Arph. умирать от страха перед кем-л.
}}
}}