3,276,932
edits
(4) |
(2) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔθειρα:''' ἡ, [[τρίχα]], χρησιμ. από τον Όμηρο στον πληθ., [[είτε]] δηλώνοντας τη [[χαίτη]] του αλόγου [[είτε]] το [[λοφίο]] με [[τρίχες]] αλόγου της περικεφαλαίας· αργότερα στον ενικ. και πληθ., λέγεται για τα μαλλιά του κεφαλιού, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για τη [[χαίτη]] ενός λιονταριού, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''ἔθειρα:''' ἡ, [[τρίχα]], χρησιμ. από τον Όμηρο στον πληθ., [[είτε]] δηλώνοντας τη [[χαίτη]] του αλόγου [[είτε]] το [[λοφίο]] με [[τρίχες]] αλόγου της περικεφαλαίας· αργότερα στον ενικ. και πληθ., λέγεται για τα μαλλιά του κεφαλιού, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για τη [[χαίτη]] ενός λιονταριού, σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔθειρα:''' ἡ преимущ. pl.<br /><b class="num">1)</b> волосы, кудри HH, Pind., Aesch., Eur.;<br /><b class="num">2)</b> грива (ἵππω χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε Hom.; πυρσαὶ ἔθειραι, sc. λέοντος Theocr.);<br /><b class="num">3)</b> шерсть (ἁπαλαὶ ἔθειραι, sc. μυός Batr.);<br /><b class="num">4)</b> султан (на шлеме) (ἔθειραι λόφον ἀμφὶ Hom.). | |||
}} | }} |