εἰσβλέπω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰσβλέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[κοιτάζω]], [[παρατηρώ]], [[κυρίως]] με <i>εἰς</i>, σε Ηρόδ.· [[αλλά]] και με αιτ., σε Ευρ.
|lsmtext='''εἰσβλέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[κοιτάζω]], [[παρατηρώ]], [[κυρίως]] με <i>εἰς</i>, σε Ηρόδ.· [[αλλά]] και με αιτ., σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰσβλέπω:''' ион. и староатт. [[ἐσβλέπω]] смотреть, глядеть (εἴς τινα и εἴς τι Her., Eur., Xen., Theocr. или τι Eur.; κατ᾽ εὐθυωρίαν Arst.): εἰσβλέπων ὡς ἐλέγχων αὐτόν Xen. глядя на него как бы уличающе.
}}
}}