3,274,921
edits
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσπρόσβᾰτος:''' -ον, αυτός που δύσκολα προσεγγίζεται, [[δύσκολος]] στην [[πρόσβαση]], [[δυσπρόσιτος]], [[δύσβατος]], σε Θουκ. | |lsmtext='''δυσπρόσβᾰτος:''' -ον, αυτός που δύσκολα προσεγγίζεται, [[δύσκολος]] στην [[πρόσβαση]], [[δυσπρόσιτος]], [[δύσβατος]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσπρόσβᾰτος:''' малодоступный, неприступный ([[λόφος]] Thuc.). | |||
}} | }} |