εἰσφοιτάω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰσφοιτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πηγαίνω]] [[συχνά]] προς ή σε κάποιο [[μέρος]], σε Ευρ., Αριστοφ.
|lsmtext='''εἰσφοιτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πηγαίνω]] [[συχνά]] προς ή σε κάποιο [[μέρος]], σε Ευρ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰσφοιτάω:''' староатт. [[ἐσφοιτάω]] часто посещать, бывать, захаживать (προς τινα Eur.; εἰς τὸ [[ὀπτάνιον]] Arph.).
}}
}}