ἔκβασις: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔκβᾰσις:''' -εως, ἡ ([[ἐκβαίνω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[πέρασμα]] που οδηγεί έξω, [[έξοδος]], σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[έξοδος]] από, [[διαφυγή]] από, με γεν., σε Ευρ.
|lsmtext='''ἔκβᾰσις:''' -εως, ἡ ([[ἐκβαίνω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[πέρασμα]] που οδηγεί έξω, [[έξοδος]], σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[έξοδος]] από, [[διαφυγή]] από, με γεν., σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔκβᾰσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> высадка (на берег), выгрузка (στρατοῦ Aesch.; τῶν βαρβάρων Polyb.; ἔκβασιν ζητεῖν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> место для высадки (ἔ. οὔπῃ φαίνετο Hom.);<br /><b class="num">3)</b> выход, проход (εἰς τὰ ὄρη Xen.);<br /><b class="num">4)</b> выход, спасение (ἄτης [[εὐπρόσοιστος]] ἔ. Eur.);<br /><b class="num">5)</b> исход, результат (τοῦ κακοῦ Men.);<br /><b class="num">6)</b> продвижение, переход: ἔ. κατὰ τὴν ἔλλειψιν Arst. убывание, убыль.
}}
}}