ἐκδιαβαίνω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκδιαβαίνω:''' αόρ. βʹ <i>-δεξέβην</i>, [[διαβαίνω]], περνώ εντελώς, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἐκδιαβαίνω:''' αόρ. βʹ <i>-δεξέβην</i>, [[διαβαίνω]], περνώ εντελώς, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκδιαβαίνω:''' переходить, переступать (τάφρον Hom.).
}}
}}