ἐκζωπυρέω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκζωπῠρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ξανανάβω]], [[αναζωπυρώνω]], σε Αριστοφ., Πλούτ.
|lsmtext='''ἐκζωπῠρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ξανανάβω]], [[αναζωπυρώνω]], σε Αριστοφ., Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκζωπῠρέω:''' <b class="num">1)</b> (снова) разжигать (πολλοὺς ἄνθρακας Plut.);<br /><b class="num">2)</b> возобновлять, восстанавливать (πόλεμον Arph., Plut.; ἐκλιποῦσαν [[ἤδη]] τὴν παλαιὰν οἰκειότητα Plut.).
}}
}}