ἐκφοιτάω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκφοιτάω:''' Ιων. -έω, μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[βγαίνω]] έξω [[συνεχώς]], έχω τη [[συνήθεια]] να [[βγαίνω]] έξω, σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, διαδίδομαι, [[γίνομαι]] [[αντικείμενο]] εμπορίου, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἐκφοιτάω:''' Ιων. -έω, μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[βγαίνω]] έξω [[συνεχώς]], έχω τη [[συνήθεια]] να [[βγαίνω]] έξω, σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, διαδίδομαι, [[γίνομαι]] [[αντικείμενο]] εμπορίου, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκφοιτάω:''' ион. [[ἐκφοιτέω]]<br /><b class="num">1)</b> часто выходить, уходить, уезжать (ἐπὶ θήρην и ἐκ τῆς ἀκροπόλιος Her.; ἐς ἅρματα βαίνων ἐκφοιτᾷ Eur.);<br /><b class="num">2)</b> (о слухах, вестях и т. п.) распространяться, расходиться ([[οὗτος]] ὁ [[λόγος]] ἐξεφοίτησεν εἰς τοὺς Ἓλληνας Plut.).
}}
}}