ἐκλωβάομαι: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκλωβάομαι:''' αόρ. αʹ <i>ἐξελωβήθην</i> — Παθ., [[υφίσταμαι]] βαριές βλάβες, υβρίζομαι, προσβάλλομαι, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐκλωβάομαι:''' αόρ. αʹ <i>ἐξελωβήθην</i> — Παθ., [[υφίσταμαι]] βαριές βλάβες, υβρίζομαι, προσβάλλομαι, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκλωβάομαι:''' быть оскорбляемым (ἐξελωβήθην ὑπ᾽ αὐτῶν Soph.).
}}
}}