ἐκκολυμβάω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκκολυμβάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κολυμπώ]] έξω από, [[βγαίνω]] έξω κολυμπώντας, με γεν., σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐκκολυμβάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κολυμπώ]] έξω από, [[βγαίνω]] έξω κολυμπώντας, με γεν., σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκκολυμβάω:''' выплывать, aor. вынырнуть Arph., Diod.: ἐ. [[ναός]] Eur. спрыгнув с корабля, спасаться вплавь.
}}
}}