ἑλκητήρ: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑλκητήρ:''' -ῆρος, ὀ, αυτός που σύρει, που τραβά, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἑλκητήρ:''' -ῆρος, ὀ, αυτός που σύρει, που τραβά, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑλκητήρ:''' ῆρος adj. тянущий: κτένες [[ἑλκητῆρες]] Anth. грабли или борона.
}}
}}