3,274,919
edits
(4) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔμπαιος:''' -ον (Α), ειδήμων ή εκπαιδευμένος σε [[κάτι]], με γεν., σε Ομήρ. Οδ. (πιθ. από τα <i>ἐν</i>, [[πάομαι]]).<br /><b class="num">• [[ἔμπαιος]]:</b> -ον (Β), ([[παίω]]), αυτός που ξεσπά [[ξαφνικά]], [[αιφνίδιος]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἔμπαιος:''' -ον (Α), ειδήμων ή εκπαιδευμένος σε [[κάτι]], με γεν., σε Ομήρ. Οδ. (πιθ. από τα <i>ἐν</i>, [[πάομαι]]).<br /><b class="num">• [[ἔμπαιος]]:</b> -ον (Β), ([[παίω]]), αυτός που ξεσπά [[ξαφνικά]], [[αιφνίδιος]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔμπαιος:''' [[ἐμπαίω]] наносящий удары, разящий (τύχαι Aesch.).<br />испытавший, сведущий (τινος Hom.). | |||
}} | }} |