ἔμπαιος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔμπαιος:''' -ον (Α), ειδήμων ή εκπαιδευμένος σε [[κάτι]], με γεν., σε Ομήρ. Οδ. (πιθ. από τα <i>ἐν</i>, [[πάομαι]]).<br /><b class="num">• [[ἔμπαιος]]:</b> -ον (Β), ([[παίω]]), αυτός που ξεσπά [[ξαφνικά]], [[αιφνίδιος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἔμπαιος:''' -ον (Α), ειδήμων ή εκπαιδευμένος σε [[κάτι]], με γεν., σε Ομήρ. Οδ. (πιθ. από τα <i>ἐν</i>, [[πάομαι]]).<br /><b class="num">• [[ἔμπαιος]]:</b> -ον (Β), ([[παίω]]), αυτός που ξεσπά [[ξαφνικά]], [[αιφνίδιος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔμπαιος:''' [[ἐμπαίω]] наносящий удары, разящий (τύχαι Aesch.).<br />испытавший, сведущий (τινος Hom.).
}}
}}