ἐκλαλητικός: Difference between revisions

2
(10)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκλαλητικός]], -ή, -όν (Α)<br />ο [[ικανός]] να εκφράζεται με [[λόγια]].
|mltxt=[[ἐκλαλητικός]], -ή, -όν (Α)<br />ο [[ικανός]] να εκφράζεται με [[λόγια]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκλᾰλητικός:''' рассказывающий, сообщающий ([[διάνοια]] ἐκλαλητικὴ ὃ πάσχει Diog. L.).
}}
}}