ἐμπορευτικός: Difference between revisions

2
(11)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐμπορευτικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που ανήκει στο [[εμπόριο]], ο [[εμπορικός]] («τάχ' ἄν [[ἴσως]] τίς γε τῶν ἐμπορευτικῶν», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=[[ἐμπορευτικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που ανήκει στο [[εμπόριο]], ο [[εμπορικός]] («τάχ' ἄν [[ἴσως]] τίς γε τῶν ἐμπορευτικῶν», <b>Πλάτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπορευτικός:''' торговый, купеческий Plat.
}}
}}