ἐναραρίσκω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνᾰρᾰρίσκω:''' αόρ. αʹ <i>ἐνῆρσα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[προσαρμόζω]] ή [[στερεώνω]], [[συναρμολογώ]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἐνάρηρα</i>, αμτβ., είμαι προσαρμοσμένος σε, στο ίδ.
|lsmtext='''ἐνᾰρᾰρίσκω:''' αόρ. αʹ <i>ἐνῆρσα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[προσαρμόζω]] ή [[στερεώνω]], [[συναρμολογώ]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἐνάρηρα</i>, αμτβ., είμαι προσαρμοσμένος σε, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐναραρίσκω:''' <b class="num">1)</b> (aor. [[ἐνῆρσα]]) прикреплять, прилаживать (σταθμούς Hom. - in tmesi);<br /><b class="num">2)</b> (pf. ἐνάρηρα) быть прикрепляемым (στειλειὸν εὖ [[ἐναρηρός]] Hom.).
}}
}}