ἔμφωνος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔμφωνος:''' -ον (ἐν, [[φωνή]]), αυτός που έχει δυνατή [[φωνή]], [[βροντόφωνος]], ε Ξεν.
|lsmtext='''ἔμφωνος:''' -ον (ἐν, [[φωνή]]), αυτός που έχει δυνατή [[φωνή]], [[βροντόφωνος]], ε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔμφωνος:''' обладающий зычным голосом, громогласный ([[κῆρυξ]] Xen. - v. l. [[εὔφωνος]]).
}}
}}