ἐναγίζω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνᾰγίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[προσφέρω]] [[θυσία]] στους νεκρούς ή στα πνεύματα των [[νεκρών]], Λατ. parentare, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἐνᾰγίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[προσφέρω]] [[θυσία]] στους νεκρούς ή στα πνεύματα των [[νεκρών]], Λατ. parentare, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνᾰγίζω:''' (тж. ἐ. τι Plut.) совершать жертвоприношение (теням усопших) (τῷ μὲν ἀθανάτῳ θύειν, τῷ δ᾽ ἥρωϊ ἐ. Her.; φθαρτοῖς καὶ ἥρωσιν ἐ., ἀλλὰ μὴ θύειν ὡς θεοῖς Plut.; τινί Arst., Isae.).
}}
}}